ἐνεύχομαι

ἐνεύχομαι
ἐν-εὔχομαι
pray
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενεύχομαι — ἐνεύχομαι (Α) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία 2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω 3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια («ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”